κεστρίτης — κεστρίτης, ὁ (Α) [κέστρον] φρ. «κεστρίτης οἶνος» κρασί αρωματισμένο με το αρωματικό φυτό κέστρο … Dictionary of Greek
κεστρωτός — κεστρωτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σκληρυνθεί στο άκρο του με τη φωτιά 2. αυτός που έχει κατασκευαστεί με το γλυπτικό ζωγραφικό εργαλείο κέστρο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρον, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κεστρῶ] … Dictionary of Greek
νυχτολούλουδο — Κοινή ονομασία φυτών των οποίων τα άνθη ανοίγουν τη νύχτα και κλείνουν την ημέρα. Τέτοιο φυτό είναι η μιράμπιλις η γιαλάπα, που λέγεται επίσης και δειλινό. Είναι θαμνόμορφη κονδυλόρριζη πόα, ύψους 50 80 εκ. και κατάγεται από το Περού. Έχει φύλλα… … Dictionary of Greek
οξύκεστρο(ν) — το είδος χαλύβδινου κοπιδιού ή γλυφίδας που χρησιμοποιείται από ξυλουργούς, λεπτουργούς, σιδηρουργούς και τορνευτές. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κέστρο(ν) «γλυπτικό εργαλείο»] … Dictionary of Greek
σαξίφραγο — το / σαξίφραγον, ΝΜΑ, και πιθ. εσφ. τ. σαρξιφάγον και σαρξιφαγές ΜΑ, και σαξίφραγος, ὁ, ἡ, Α νεοελλ. βοτ. η σαξιφράγα μσν. αρχ. το φυτό κέστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σαξιφράγα] … Dictionary of Greek
ψυχότροφον — τὸ, Α το φυτό κέστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῦχος + τροφον (< τρέφω)] … Dictionary of Greek
Πέργη — Πόλη της Μικράς Ασίας, πρωτεύουσα της Παμφυλίας, στον πλωτό ποταμό Κέστρο. Εκεί κοντά βρισκόταν ο περίφημος ναός της Περγαίας Αρτέμιδας, που προς τιμήν της γίνονταν κάθε χρόνο γιορτές. Υπήρξε πατρίδα του μεγάλου γεωμέτρη Απολλώνιου, που έζησε τον … Dictionary of Greek